- συμβολιμαῖος
- συμβολ-ῐμαῖος, α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. επιστολ ιμαῖος)] … Dictionary of Greek
συμβολιμαίου — συμβολιμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβολιμαίας — συμβολιμαίᾱς , συμβολιμαῖος fem acc pl συμβολιμαίᾱς , συμβολιμαῖος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)